Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Υπάρχει κίνδυνος για "ιαπωνοποίηση" της Ευρώπης;

Στο άρθρο του "Turning Japanese", ο κ. Simon Tilford (*), επιχειρεί μία διαφορετική προσέγγιση στο δημοφιλές σήμερα "ευρωπαϊκό πρόβλημα", συγκρίνοντας τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ιαπωνία.
Η Ιαπωνία, κατά τα τελευταία 20 χρόνια, βιώνει μία ύφεση αποπληθωρισμού, ενώ παράλληλα συσσωρεύει ένα τεράστιο δημόσιο χρέος και βλέπει μπροστά της να ορθώνονται πολλά αδιέξοδα.

Εκτιμούμε ότι, στο επόμενο διάστημα, θα δούμε πολλές φορές ανάλογες συγκρίσεις και παραλληλισμούς. Το "εκρηκτικό" μείγμα της μειωμένης ανταγωνιστικότητας, των ασθενών δημοσιονομικών και των πολύ προβληματικών δημογραφικών που σχηματίζεται εδώ και πολλά χρόνια στις αναπτυγμένες χώρες, κάνει αυτούς τους παραλληλισμούς απόλυτα φυσιολογικούς.


Ακολουθεί το άρθρο του κ. Simon Tilford.

Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, η Ιαπωνία έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος από κάθε άλλη αναπτυγμένη χώρα. Το χρέος φθάνει στο 200% του ΑΕΠ και είναι πολύ μεγαλύτερο ακόμη και από κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και αυτών με τις χειρότερες επιδόσεις. Η κατάρρευση των τιμών των ακινήτων, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και η τραπεζική κρίση που ακολούθησε, σε συνδυασμό με έναν πληθυσμό που γερνά ταχύτατα, έχουν καταδικάσει την Ιαπωνία σε ένα περιβάλλον τεραστίου χρέους, οικονομικής στασιμότητας, αποπληθωρισμού και σε μία σημαντική υπερχρέωση του συνόλου της οικονομίας.
Παρ' όλα αυτά, η Ιαπωνία κατορθώνει να χρηματοδοτεί όλα αυτά τα χρέη με πολύ φθηνό εσωτερικό δανεισμό, επειδή η χώρα έχει παραδοσιακά πολύ υψηλούς δείκτες αποταμίευσης, αλλά και επειδή οι Ιάπωνες αποταμιευτές αποδέχονται τις πολύ χαμηλές αποδόσεις που τους δίνουν τα κρατικά ομόλογα. Και αυτό συμβαίνει λόγω του περιβάλλοντος των πτωτικών τιμών που επί χρόνια επικρατεί (αποπληθωρισμός) και του πολύ ισχυρού γιέν. Βεβαίως, η εποχή της φθηνής χρηματοδότησης του δημοσίου χρέους που επί πολλά χρόνια "απολαμβάνει" η Κυβέρνηση της Ιαπωνίας, θα τελειώσει εάν επιτύχει η οικονομική πολιτική της Κυβέρνησης που στοχεύει σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και τερματισμό του περιβάλλοντος πτωτικών τιμών. Μία τέτοια εξέλιξη θα οδηγήσει σε αύξηση τα επιτόκια και θα επιβαρύνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.

Οι ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις, αρνούνται κάθε ομοιότητα των χωρών τους με την Ιαπωνία και δεν παραδέχονται ότι οι οικονομίες τους κινούνται και αυτές προς την ίδια κατεύθυνση. Και υποστηρίζουν ότι η Ιαπωνία υπέπεσε στο παρελθόν σε κάποια πολύ σοβαρά λάθη, τα οποία τα ευρωπαϊκά κράτη είναι αποφασισμένα να μην κάνουν. Ως πιο σημαντικά λάθη, αναφέρουν την καθυστέρηση της ισχυροποίησης της κεφαλαιοποίησης των ιαπωνικών τραπεζών και την αύξηση των επιτοκίων που είχε επιχειρηθεί στη δεκαετία του 1990, πριν ακόμη επιβεβαιωθεί η οικονομική ανάκαμψη.
Αυτή η κριτική προς τις οικονομικές αρχές της Ιαπωνίας, είναι μάλλον δίκαιη. Όμως, πέραν αυτών, υπάρχουν σαφέστατα δομικά αίτια που προκαλούν τα δεινά της ιαπωνικής οικονομίας, πολλά από τα οποία όμως ισχύουν και για πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Και, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, η Ευρώπη δείχνει να κάνει τα ίδια περίπου λάθη και να βαδίζει προς το δρόμο της Ιαπωνίας. Μάλιστα, τα στοιχεία και οι εξελίξεις δείχνουν ότι, η κατάσταση σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι πολύ χειρότερη.

Μία ομάδα ευρωπαϊκών χωρών, θα μπορούσε ίσως να αποφύγει τις αρνητικές εξελίξεις, κυρίως λόγω των θετικών τους δημογραφικών στοιχείων. Πρόκειται κυρίως για τις Σκανδιναβικές χώρες και την Ολλανδία. Στην ομάδα αυτή, θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε -παρά τα έντονα δημοσιονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα- τη Γαλλία και τη Βρετανία. Σ' αυτές τις χώρες, οι δείκτες του χρέους θα αυξηθούν σημαντικά στα επόμενα χρόνια, αλλά πιθανότατα θα καταφέρουν να ανταπεξέλθουν, αφού οι οικονομίες τους θα συνεχίσουν να αυξάνονται με ικανοποιητικό ρυθμό, έτσι ώστε να αποφύγουν μία παρατεταμένη κατάσταση αποπληθωρισμού.
Παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός τους γερνάει με αρκετά μεγάλη ταχύτητα, εκτιμάται ότι θα κατορθώσουν να αποφύγουν τις τραγικές συνέπειες του "δημογραφικού τσουνάμι" που θα κτυπήσει τις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης, αφού κατά τα τελευταία χρόνια, έχουν πετύχει να βελτιώσουν το "δείκτη γονιμότητας" ο οποίος κινείται πλέον κοντά στο 1,9 και βρίσκεται πολύ κοντά στο 2,1 που είναι και το "όριο αντικατάστασης" του πληθυσμού. Από το όριο αυτό, απέχει κάπως η Ολλανδία, της οποίας ο δείκτης γονιμότητας κινείται κοντά στο 1,7.

Μία δεύτερη ομάδα (που αποτελείται από τη Γερμανία και την Αυστρία) δείχνει να κινείται προς την κατεύθυνση της Ιαπωνίας. Η Γερμανία βεβαίως βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση, αφού δεν έχει βιώσει την κατάρρευση των τιμών που βίωσε η Ιαπωνία και ούτε έχει έναν καταχρεωμένο ιδιωτικό τομέα. Όμως, υπάρχουν πολλές άλλες ομοιότητες μεταξύ των δύο χωρών. Ο πληθυσμός της Γερμανίας γερνάει επικίνδυνα. Ο δείκτης γονιμότητας της χώρας βρίσκεται -για περισσότερες από 3 δεκαετίες- κοντά στο 1,3 και αυτό σημαίνει ότι, εάν διακοπεί η μαζική μετανάστευση, ο πληθυσμός της χώρας θα σημειώσει μία πολύ μεγάλη πτώση.
Παρά το θετικό εμπορικό ισοζύγιο, οι προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας είναι μειωμένες, με πολύ χαμηλή εσωτερική κατανάλωση και με αυξανόμενες αποπληθωριστικές πιέσεις. Παράλληλα, η κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών της χώρας είναι προβληματική, μία προβληματικότητα που εντείνεται από το ρίσκο που αναδύεται από τα ομόλογα νοτιο-ευρωπαϊκών κρατών που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους. Η Γερμανία, όπως και η Ιαπωνία, στηρίζεται στα υψηλά εμπορικά πλεονάσματα για να εξισορροπεί τη χαμηλή εσωτερική οικονομική δραστηριότητα. Βεβαίως, ο υψηλός δείκτης αποταμίευσης των γερμανών, σημαίνει ότι θα μπορεί στο μέλλον να χρηματοδοτεί το χρέος της (όπως ακριβώς και η Ιαπωνία) χωρίς να μπεί σε χρηματοοικονομικές "περιπέτειες".

Όμως, επίσης όπως και στην Ιαπωνία, η οικονομία της Γερμανίας δε θα είναι σε θέση να εξυπηρετεί για πάντα, αυτή τη μεγάλη συσσώρευση χρέους. Κατά τα τελευταία χρόνια, ο δείκτης αποταμίευσης στην Ιαπωνία, αρχίζει να υποχωρεί, καθώς ο γηράσκων πληθυσμός της, μειώνει τις καταθέσεις του. Και έτσι, το τεράστιο ιαπωνικό χρέος, κατά κύριο λόγο, στηρίζεται στα χρηματικά αποθέματα των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν μειώσει δραματικά το επίπεδο των επενδύσεων, προτιμώντας να διατηρούν ρευστά. Όμως, όταν κάποια στιγμή, οι ιαπωνικές επιχειρήσεις αρχίσουν και πάλι να επενδύουν -και αναμφισβήτητα κάποια στιγμή αυτό θα γίνει- ή εάν υποχωρήσει η κερδοφορία τους, τότε η Ιαπωνία θα είναι και αυτή υποχρεωμένη να αντλήσει κεφάλαια από το εξωτερικό. Και οι επενδυτές του εξωτερικού θα απαιτήσουν βεβαίως καλύτερες αποδόσεις απ' ότι απαιτούν οι ιάπωνες αποταμιευτές. Και τότε, το υψηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, θα σημάνει πολλά προβλήματα για την Ιαπωνία.

Μία τρίτη ομάδα χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία περιλαμβάνει την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και βεβαίως την Ελλάδα, δείχνουν να είναι σε χειρότερη μοίρα απ' ότι η Ιαπωνία. Οι οικονομίες αυτές έχουν ένα συνδυασμό όλων των χειρότερων οικονομικών προβλημάτων: Πολύ αδύναμα δημοσιονομικά στοιχεία, πληθυσμούς που γερνούν ταχύτατα, πολύ ισχνές οικονομικές προοπτικές και πολύ μεγάλα εμπορικά ελλείμματα (εκτός της Ιταλίας). Και βεβαίως, δε μπορούν ούτε να βελτιώσουν τη θέση τους προχωρώντας σε υποτίμηση του νομίσματός τους, αφού είναι μέλη της Ευρωζώνης. Αντίθετα απ' ότι συμβαίνει με τη Γερμανία και την Αυστρία, δεν έχουν υψηλά ποσοστά αποταμίευσης και -κατά κύριο λόγο- βασίζονται στους ξένους κεφαλαιούχους για να χρηματοδοτήσουν τα χρέη τους. Ήδη, οι διεθνείς επενδυτές έχουν πεισθεί ότι, η δυναμική του χρέους της Ελλάδας -του πιο ασθενούς από τα τέσσερα κράτη- οδηγεί σε αδιέξοδο.
Με δεδομένες τις ισχνές προοπτικές ανάπτυξης που έχουν, η Πορτογαλία και η Ισπανία, θα πρέπει να προσπαθήσουν πολύ για να κατορθώσουν να πείσουν τις αγορές ότι έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν και στο μέλλον το διαρκώς αυξανόμενο χρέος τους.
Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία, παρά το υψηλότατο χρέος της, δείχνει να είναι η λιγότερο ευάλωτη χώρα από την ομάδα αυτή, αφού έχει ένα υψηλό επίπεδο αποταμίευσης. Όμως και πάλι, η ταχύτατη και ανεξέλεγκτη αύξηση του ιταλικού δημοσίου χρέους, ενδέχεται να αποθαρρύνει τόσο τους ξένους επενδυτές, όσο και τους ίδιους τους Ιταλούς από τη χρηματοδότησή του.


(*) O κ. Simon Tilford είναι οικονομολόγος και οικονομικός σχολιαστής. Από το 2006 είναι μόνιμος συνεργάτης του Center for European Reform.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου